- κλεψ
- κλέψ, -πός, ὁ (Α)κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται γιά νεολογισμό τού Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek
κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
νακοκλέψ — και νακόκλεψ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που κλέβει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη «προβιά» + κλεψ (< κλέπτω), πρβλ. βού κλεψ] … Dictionary of Greek
τυροκλέπτης — και τυρόκλεψ, ὁ, Α τυροκλόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλέπτης/ κλεψ (< κλέπτω), πρβλ. βοῦ κλεψ, ὀρνιθο κλέπτης] … Dictionary of Greek
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek
βοόκλεψ — βοόκλεψ, ο (Α) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλεψ < κλέπτω] … Dictionary of Greek
καψιά — η 1. κάψιμο, έγκαυμα 2. η ουλή που απομένει από το έγκαυμα 3. το διακριτικό σημείο που σχηματίζεται στους γλουτούς τών ζώων με πυρακτωμένο σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (αόρ. έ καψ α τού καίω) + κατάλ. ιά, (πρβλ. κλεψ ιά, κοψ ιά)] … Dictionary of Greek
κλέψιμο — το (Μ κλέψιμο) η ενέργεια τού κλέβω, η κλοπή, η κλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κλεψ (κλέπτω) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek